Λάχεσι

Λάχεσι
Λάχεσις
Disposer of lots
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λάχεσι — λάχος allotted portion neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”